scrambled merchandising - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

scrambled merchandising - translation to ρωσικά

DISH
Scrambled Eggs; Scrambled Egg; Scrambled egg; Scrambled; Buttered eggs
  • [[Poqui poqui]], a scrambled egg dish with grilled [[eggplant]]s, tomatoes, [[shallot]]s, and garlic, from the [[Philippines]]
  • Scrambled eggs with bacon and pancakes
  • [[Scotch woodcock]], a British dish of scrambled eggs and [[anchovy paste]] on toast
  • Preparation in pans
  • Video showing the steps in which basic scrambled eggs are prepared with mushrooms and cheese

scrambled merchandising      
расширение ассортимента специализированного магазина за счёт товаров, не имеющих отношения к основному ассортименту
scrambled eggs         
scrambled eggs яичница-болтунья
scrambled eggs         

[skræmbld'egz]

общая лексика

яичница-болтунья

омлет

жаргонизм

кокарда

Ορισμός

scrambled egg
¦ noun
1. (also scrambled eggs) a dish of eggs prepared by beating them with a little liquid and then cooking and stirring gently.
2. informal gold braid on a military officer's cap.

Βικιπαίδεια

Scrambled eggs

Scrambled eggs is a dish made from eggs (usually chicken eggs) stirred, whipped, or beaten together typically with salt, butter, oil, and sometimes other ingredients, and heated so that they form into curds.

Μετάφραση του &#39scrambled merchandising&#39 σε Ρωσικά